- προσρίπτω
- ΜΑ, και προσριπτῶ, -έω, Αρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.)μσν.παθ. προσρίπτομαιπροστίθεμαιαρχ.1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος τοῑς ἐπιφανεστάτοις... προσέρριψε», Πολ.)2. κάνω παρατήρηση σχετικά με κάτι ή προβάλλω επιχείρημα3. απαντώ, αποκρίνομαι4. απονέμω5. μτφ. ρίχνω με περιφρόνηση («στρατηγοὺς τοῑς πολεμίοις γυμνοὺς προσέρριψαν», Πλούτ.)6. (μέσ. και παθ.) α) ορμώ πάνω σε κάτι ή σε κάποιον («τὰ μοσχάρια προσερρίφθαι τῷ κυάμῳ», πάπ.)β) (για παρατηρήσεις) λέγομαι κάπου τυχαία.
Dictionary of Greek. 2013.